- εἰδωλοποιητικός
- εἰδωλο-ποιητικός, ή, όν,A calling up phantasms,
τέχνη Iamb.Myst.3.28
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέχνη Iamb.Myst.3.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειδωλοποιητικός — εἰδωλοποιητικός, ή, όν (Α) αυτός που έχει την ικανότητα να δημιουργεί ή να καλεί φαντάσματα … Dictionary of Greek
εἰδωλοποιητικῆς — εἰδωλοποιητικός calling up phantasms fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιητικῇ — εἰδωλοποιητικός calling up phantasms fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδωλοποιητική — εἰδωλοποιητικός calling up phantasms fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)